θεατρίνος

θεατρίνος
ο, θηλ. θεατρίνα
1. ηθοποιός, καλλιτέχνης τού θεάτρου
2. μτφ. αυτός που εμφανίζεται διαφορετικός από ο,τι είναι στην πραγματικότητα, ανειλικρινής, υποκριτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ιταλ. teatrino < teatr- (πρβλ. θέατρο) + -ino (< λατ. -inus, κατάλ. που μεταφέρεται στην ελλ. ώς -ίνος). Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Ν. Κονεμένο. Αρχικά δήλωνε τον ηθοποιό, σύντομα όμως απέκτησε μεταφορικά και τη σημασία «υποκριτής» και έγινε κακόσημη).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θεατρίνος — ο θηλ. θεατρίνα, η 1. ηθοποιός. 2. αυτός που δεν είναι ειλικρινής, ο υποκριτής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει …   Dictionary of Greek

  • θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… …   Dictionary of Greek

  • θεατρινίστικος — η, ο [θεατρίνος] αυτός που ταιριάζει σε θεατρίνο, προσποιητός, επιδεικτικός, πομπώδης («θεατρινίστικα καμώματα»). επίρρ... θεατρινίστικα 1. θεατρικά 2. μτφ. προσποιητά …   Dictionary of Greek

  • θεατρινισμός — ο [θεατρίνος] προσποίηση, επιτηδευμένη στάση, υπερβολική υποκρισία …   Dictionary of Greek

  • θεατρώδης — θεατρώδης, ῶδες (AM) μσν. αυτός που παρακολουθεί ως θεατής αρχ. (με κακή σημ., για πρόσ.) αυτός που αρέσκεται σε θεατρική συμπεριφορά, θεατρικός, θεατρινίστικος, θεατρίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρο + κατάλ. ώδης* (πρβλ. ευ ώδης, κτην ώδης)] …   Dictionary of Greek

  • καμποτίνος — ο 1. πλανόδιος ηθοποιός 2. κακός ηθοποιός, θεατρίνος που δεν κατέχει την τέχνη του, χωρίς ταλέντο και αξία 3. μτφ. άνθρωπος χωρίς αξία, που επιδιώκει με αγυρτείες να εμφανιστεί ως σπουδαίος ή να αποκτήσει κοινωνική αξία, αγύρτης, τσαρλατάνος,… …   Dictionary of Greek

  • Ηλιάδης, Βασίλειος — (Ταταύλα Κωνσταντινούπολης 1892 – 1971). Δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Στα γράμματα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1910 με το θεατρικό έργο Για την πατρίδα, το οποίο και παίχτηκε στην Κωνσταντινούπολη την ίδια χρονιά. Μετά την απόλυσή… …   Dictionary of Greek

  • Μουσολίνι, Μπενίτο — (Benitto Mussolini, Ντόβια ντι Πρεντάπιο, Ρομάνια 1883 – Τζουλιάνο ντι Μετσέγκρα, Κόμο 1945). Ιταλός πολιτικός. Από φτωχή αγροτική οικογένεια της Ρομάνιας, ο Μ. έζησε πολύ φτωχικά στα παιδικά του χρόνια. Ο πατέρας του, σιδηρουργός του χωριού,… …   Dictionary of Greek

  • Φιλύρας, Ρώμος — (ψευδώνυμο του Γιάννη Οικονομόπουλου, Δερβένι Κορινθίας 1888 – Αθήνα 1942). Ποιητής. Εγκαταστάθηκε νωρίς στην Αθήνα, όπου σπούδασε νομικά. Εργαζόταν ως συντάκτης σε εφημερίδες της πρωτεύουσας, ενώ παράλληλα δημοσίευσε στα περιοδικά ποιήματά του,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”